- υποσταθμός
- και υπόσταθμος, ο, Ν1. δευτερεύων σταθμός που υπάγεται σε άλλον, κεντρικό2. τεχνολ. σύνολο από συσκευές μετασχηματισμού και διανομής τής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κτίσμα ή στο ύπαιθρο και χρησιμοποιούνται για την τροφοδότηση ενός ηλεκτρικού δικτύου ή ενός τμήματος τού ηλεκτρικού δικτύου (α. «υποσταθμοί μετασχηματισμού» β. «υποσταθμοί ασφαλείας» γ. «βοηθητικοί υποσταθμοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σταθμός].
Dictionary of Greek. 2013.